Αποφθέγματα του π. Σίμωνος Αρβανίτη (+1988)
«Τι πας να κάνεις πάτερ Σίμων; Δεν βλέπεις το κεφάλι του παπά στο κοντάρι»;
«Πιάνει ο π. Σίμων τον αντάρτη και με δύναμη, που εκείνος δεν φανταζόταν πως είχε ετούτος ο παπάς, τον κατέβασε από την εξέδρα»...
Ο μακαριστός όσιος γέροντας Σίμων Αρβανίτης
Το 1942, ο π. Σίμων διορίστηκε, από τον Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα (Φωστίνη), δικαίος και πνευματικός της Μονής της Μεταμορφώσεως, που απέχει από την Κύμη 5 χιλ. περίπου.
Εκεί ο π. Σίμων έσκαβε τον κήπο της μονής επίτηδες για άσκηση. Και όταν τον ρωτούσαν γιατί δούλευε, αφού δεν είχε φάει τίποτε, πώς θα άντεχε, απαντούσε: «Τώρα πρέπει να ασκηθώ και να νικήσω τις αμαρτίες, αλλιώς η αμαρτία δεν νικιέται με τίποτα. Νικιέται μόνο με την άσκηση και την πίστη».
Ο Γέροντας είχε πολύ παρρησία και αφοβία
Μια ημέρα, στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στην Κύμη, είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Είχαν πάει και μερικοί αντάρτες και είχαν και ένα κοντάρι με το κεφάλι κάποιου παπά που είχαν σκοτώσει. Ένας από αυτούς είχε ανέβει ψηλά σε μια εξέδρα και φώναζε: Ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία! Ο Γέροντας, ακούγοντας αυτά, κυριεύθηκε από ζήλο Κυρίου Σαβαώθ και ξεκίνησε να πάει να δώσει ένα μάθημα στον ασεβή. Ένας από τους πατέρες της Μονής προσπάθησε να τον συγκρατήσει, λέγοντάς του: «Τι πας να κάνεις πάτερ Σίμων; Δεν βλέπεις το κεφάλι του παπά στο κοντάρι»; Ο Γέροντας δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε προς τον αντάρτη. Ανέβηκε πάνω στην εξέδρα και τον ήλεγξε με πολύ αυστηρό τρόπο και κατέληξε: «Όλα όσα λες είναι αμαρτία. Πού ξέρεις εσύ, τι είναι παρθενία; Πώς τολμάς να λες τέτοιες βλακείες και ανοησίες για πράγματα που δεν ξέρεις; Δεν μπορείς να λες «ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία. Και επί πλέον δεν σου επιτρέπεται να μιλάς με τον τρόπο αυτό σε ένα άγιο χώρο, όπως είναι το Μοναστήρι».
Και τον πιάνει ο π. Σίμων και με δύναμη, που εκείνος δεν φανταζόταν πως είχε ετούτος ο παπάς, τον κατέβασε από την εξέδρα. Ο κόσμος όλος, που ήταν μάρτυρας της σκηνής εκείνης, έμεινε κατάπληκτος από το θάρρος του π. Σίμωνα και από την παρρησία και την αφοβία, με την οποία μίλησε για την παρθενία. Μαινόμενος ο αντάρτης όπλισε το όπλο του έτοιμος να σκοτώσει τον π. Σίμωνα.
Όμως, ένας άλλος αντάρτης, που ήταν μαζί του, τον σταμάτησε, λέγοντάς του: «Για όνομα του Θεού!
Μην το κάνεις αυτό! Αν τον σκοτώσεις, όλο το χωριό θα ξεσηκωθεί εναντίον μας, γιατί, αν το χωριό αυτό ζει ακόμη, το οφείλει στον παπά αυτόν. Αυτός είναι ένας άγιος άνθρωπος. Μάλιστα κάνει και θαύματα». «Έτσι, σταμάτησε το κακό ως εκεί. Φανερή ήταν η επέμβαση του Θεού», τελειώνει ο αφηγητής. (Α-66/67)
Χορτασμός πολλών με ολίγα
Ένα απόγευμα είχαν πάει πάλι εκατοντάδες άνθρωποι στο Μοναστήρι (Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως στην Κύμη) για αγρυπνία και με την ελπίδα πως ίσως υπήρχε και δυνατότητα να φάνε κάτι, γιατί η πείνα θέριζε τον κόσμο. Έτος 1943, γερμανική κατοχή. Στο Μοναστήρι είχαν μόνο μια φούχτα ρεβίθια σε ένα σακκουλάκι και μία φούχτα πλιγούρι σε ένα άλλο. Ο π. Σίμων είπε στη μαγείρισσα Μοσχούλα: Άκουσε τι θα κάνεις. Θα βάλεις στη φωτιά τα δύο μεγάλα καζάνια και θα γεμίσεις ως τη μέση νερό. Μόλις δεις να κοχλάζει το νερό, ρίξε τα ρεβίθια στο ένα καζάνι και το πλιγούρι στο άλλο, για να κάνουμε φαγητό και να φάει ο κόσμος.
Η Μοσχούλα είχε ζωηρές αμφιβολίες γι’ αυτά που άκουσε, αλλά ο π. Σίμων την ήλεγξε αυστηρά και της είπε: Κάνε, παιδί μου, υπακοή. Κάνε ό,τι σου λέω εγώ και άφησε τις κουβέντες. Η Μοσχούλα φοβήθηκε, βλέποντας τόσο αυστηρό και στεναχωρημένο τον Γέροντα και είπε: Καλά πάτερ Σίμων. Θα κάνω όπως είπες. Μόλις έβρασε το νερό, η Μοσχούλα έριξε τα υλικά στα δυο καζάνια. Μετά από λίγο πήγε να δει, τι γίνεται με το φαγητό. Και τι να δει! Βλέπει τα δύο καζάνια να έχουν γεμίσει φαΐ και να φουσκώνουν!
Στις φωνές της έτρεξαν όλοι, φέρνοντας διάφορα δοχεία και τα γέμισαν φαγητό, να προλάβουν, να μη ξεχειλίσουν τα καζάνια και χυθεί το φαΐ. Το πρωί έφαγαν όλοι όσοι είχαν πάρει μέρος στην αγρυπνία. Και ήταν πολύς λαός! Και οι πατέρες της Μονής είχαν για αρκετές ημέρες πλούσια και χορταστική τροφή! Πολύ αργότερα μετά από το παραπάνω θαύμα, ο πατήρ Σίμων διηγήθηκε σε Μοναχούς, ότι προβληματίσθηκε, βλέποντας όλα τα θαύματα που γινόντουσαν στο Μοναστήρι και, όπως περπατούσε στον κήπο, έλεγε απευθυνόμενος προς τον Κύριο: «Κύριέ μου, παρακαλώ, δεν ξέρω εγώ ποιος είμαι; Δεν ξέρω εγώ ότι είμαι ένας μεγάλος αμαρτωλός; Αυτά τα θαύματα γίνονται μόνο από Αγίους. Πώς συμβαίνει να γίνονται και με μένα; Κύριέ μου, σε παρακαλώ να μου λύσεις την απορία μου αυτή».
Εκείνη τη στιγμή μου έγινε μια ζωντανή αποκάλυψη, είπε ο Γέροντας. Άκουσα δυνατά τη φωνή του Θεού να μου μιλάει, αναφέροντας το όνομά μου και ένοιωθα κάθε λέξη να μου χτυπάει αισθητά το μέτωπο: «Σίμων, λες πως είσαι αμαρτωλός. Είσαι! Δεν σε έχω κατατάξει στους αγίους μου, αλλά στους δικαίους. Όταν βλέπω να με παρακαλάς νύχτα-μέρα να σου στέλνω βοήθεια για να φάει ο κόσμος και τους έχεις σαν μπαρμπούνια κι’ εσύ να μην τρως, αλλά να μένεις μερόνυχτα νηστικός, να είσαι σαν μια σκιά του εαυτού σου, αφού έχεις τόσο μεγάλη αγάπη για τα πλάσματά μου, πώς Εγώ να μη σου στέλνω αυτό που μου ζητάς; Γι’ αυτό σου λέω πως, αν συνεχίσεις να έχεις αυτή την αγάπη μέχρι τέλους, εγώ θα σε ευλογώ και δεν θα σου λείψει τίποτε». Ο Κύριος σταμάτησε να μιλάει. Ήμουν έπειτα από αυτό, συνέχισε ο Γέροντας, όλος χαρά. (Α-69/71)
Προφητεία του Γέροντος Σίμωνος απομαγνητοφωνημένη
«…Όπως βλέπουμε σήμερα τον κόσμο γενικώς, ότι δεν εδύνατο ο Θεός πλέον να ανεχθεί εκείνη την λυπηρά κατάσταση σ’ όλη την οικουμένη, μηδαμώς εξαιρουμένης και της Ελλάδος, που την αγαπά περισσότερο και το οποίο στα χαρτιά μας λέει και σε λίγο πραγματοποιούνται, ότι η Ελλάς, η Ελλάς θα δείτε σε λίγο πόσο θα γίνει μεγάλη, μεγάλη, μεγάλη.
Όχι μόνο θα δείτε, θα έχει εξαίρετο και λαμπρό παράδειγμα εις όλη την Οικουμένη, διότι ενθυμείσθε ότι εδώ δεν εχύθηκε αίμα, όταν εκήρυξε ο Απόστολος Παύλος, ενώ ξέρεις τι αίμα χύθηκε σ’ όλα τα έθνη. Ενθυμείσθε ότι είπε, τι είπε ο Χριστός, όταν επήγαν τινές Έλληνες, όταν επήγε ο Ανδρέας και ο Φίλιππος. Ενθυμείσθε τώρα που είπανε, τινές άνδρες ιδείν θέλουνε τον Κύριο και είπε: «Νυν εδοξάσθη ο Υιός του Ανθρώπου».
Και γιατί; Πώς γιατί; Τα πράγματα μαρτυρούν γιατί. Είπαμε ότι, διότι δεν εχύθηκε αίμα, διότι μετά πιστών φιλοσόφων επλησίαζαν τον Θεό μερικοί. Και διά τούτο, ήταν ετοιμασμένοι και ωραίαι ψυχαί. Εις αυτές τις ωραίες ψυχές λοιπόν θέλησε ο Θεός, τις ολίγες, να πλέξει το εγκώμιο. Συν τούτο έχομε και ένα άλλο. Ποιος ο λόγος λοιπόν, αυτοί οι Απόστολοι, να μην έγραψαν τα Ευαγγέλια, την Καινή Διαθήκη, τα άλλα όλα εις την εβραϊκήν γλώσσα, την δική τους, που μάλιστα ήταν και αγράμματοι; Προς εντροπήν των συμπατριωτών, διότι ήταν ανάξιοι αυτοί, που σταύρωσαν τον Χριστό, να ακούσουνε στην εβραϊκή γλώσσα τα λόγια αυτών.
Και έγραψαν εις την ελληνική, γιατί η Ελλάς είχε την γλώσσα αυτήν, η οποία ήταν ωραία γλώσσα, αφ’ ενός μεν που ήτανε ωραία γλώσσα και είχε απήχηση σ’ όλη την οικουμένη, αλλά αφ’ ετέρου δε, ότι ήτανε και άξιοι. Διότι δεν ηθέλησαν να κάνουν κακό. Ότι ήταν αμαρτωλοί, όλος ο κόσμος. Ήτανε αμαρτωλοί, αλλά όμως και δεν μπορούσανε να μην δεχθούν το ωραίο, το οποίο ήκουσαν, την υψηλήν αυτήν, την υψηλή διδασκαλία, την εδέχθησαν. Όχι ότι δεν ήτανε αμαρτωλοί. Αμαρτωλοί ήτανε, αλλά δεν εδέχοντο τα άλλα έθνη. Ολίγοι μόνοι.
Και γι’ αυτό έγιναν τόσα και τόσα μαρτύρια, τις χιλιάδες των μαρτύρων. Άρα, λοιπόν, διά τούτο και φυλάει ο Θεός την Ελλάδα, τώρα ιδιαιτέρως να την δοξάσει, αν και πάντοτε έδειχνε το μεγαλείον (η Ελλάς), όταν εγινότανε πόλεμος, αλλά και τώρα ιδίως που πρόκειται λοιπόν άπαντες διά παντός. Όχι ότι θα την μεγαλώσει ο Θεός. Θα την ανυψώσει, θα την δοξάσει. Τώρα όμως, ολίγες ημέρες έχουμε, οπότε επέρχεται η κάθαρσις, έχουμε ολίγες ημέρες -να μην έρχονται σε απόγνωση (οι Έλληνες).
Μόνο οφείλουμε να κηρύττουμε παντού και να λέγομε παντού ότι και πολλά καλά θέλουμε (δει).
Έχει πει και ο Θεός ότι «ουδέ θριξ της κεφαλής δεν θα πειραχθή εις τους μετανοούντας», αλλά όχι μετάνοια όπως την θέλουμε. Άρα λοιπόν, αγαπητοί, οφείλουμε να γνωρίσουμε ότι, μη φοβηθούμε ό,τι λέγουν, ό,τι κάνουν και ό,τι γίνεται, «ταύτα δει γενέσθαι». Καταλάβατε; Πρέπει να γίνουν αυτά. Ήρθε η ώρα πλέον να καθαρίσει -όχι η Δευτέρα Παρουσία- να καθαρίσει η ήρα από το στάρι.
Και η πρώτη, η πρώτη Ελλάς (θα είναι) αυτή που θα υποστεί από τους Τούρκους μία μικρή, μία μικρή -αυτήν όπως είπομεν- προσβολή, αλλά είναι ο τάφος τους όμως -της Τουρκίας. Ο τάφος τους καθώς το είχανε πει και αυτοί οι Τούρκοι, όπως είπαν μερικοί τώρα… Άρα λοιπόν, άρα λοιπόν, να είμεθα ετοιμασμένοι, χαρούμενοι, ότι ο μετανοών άνθρωπος, δεν πρόκειται να υποστή τίποτα. Να είμεθα χαρούμενοι, διότι εγνωρίσαμε τον Χριστό, αλλά όχι όμως να τον λατρεύουμε όπως θέλει (ο) καθένας και (να) λέγονται χριστιανοί άνθρωποι (οι ετερόδοξοι).
Συγγραφή του πατρός Ζωσιμά
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ “ΜΑΚΕΛΕΙΟ”
www.makeleio.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου