Οι «Καταραμένοι Στρατιώτες» (Żołnierze wyklęci, στα πολωνικά)
είναι οι Πολωνοί μαχητές που αντιστάθηκαν στον σοβιετικό ζυγό, από το 1944
μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Παρόμοια αντιστασιακά κινήματα
υπήρξαν σε όλες τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που πέρασαν στη σοβιετική
κυριαρχία από το 1944, όπως στις... Βαλτικές χώρες -Λετονία, Εσθονία, Λιθουανία-
αλλά και στη Ρουμανία και την Ουκρανία.
Η οργάνωση των «καταραμένων» σχηματίστηκε σια τελευταία
στάδια του Β' ΠΠ και συγκεκριμένα μετά την αποκάλυψη από τους Γερμανούς της
σφαγής των Πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Κατίν από το σταλινικό καθεστώς. Αν
οι Πολωνοί πατριώτες εξακολουθούσαν να έχουν οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με
τη στάση του σοβιετικού καθεστώτος απέναντι τους, σύντομα έχασαν κάθε
ψευδαίσθηση, όταν η κύρια πολωνική αντιστασιακή οργάνωση ο «Στρατός Εσωτερικού»
(ή «ο Στρατός της Πατρίδας»), γνωστή με τα αρχικά ΑΚ, οργάνωσε την εξέγερση της
Βαρσοβίας (Αύγουστος-Οκτώβριος 1944). Τότε οι Σοβιετικοί που απείχαν λιγότερο
από 10 χλμ.
από τις θέσεις των εξεγερμένων, όχι μόνο δεν τους βοήθησαν, αλλά απαγόρευσαν
στα βρετανικά και αμερικανικά αεροσκάφη να χρησιμοποιούν το έδαφος τους για να
ανεφοδιάζουν με όπλα και υλικά τους εξεγερμένους Πολωνούς πολίτες. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν μια άνευ
προηγουμένου προπαγανδιστική επίθεση κατά των εξεγερμένων Πολωνών πατριωτών,
χαρακτηρίζοντάς τους, κατά την προσφιλή τους τακτική, την οποία ακολούθησαν και
στην Ελλάδα, «λακέδες του ναζισμού» και προδότες, υποστηρίζοντας την ελεγχόμενη
από τους ίδιους κομμουνιστική πολωνική κυβέρνηση ανδρεικέλων του Λιούμπλιν. Με
τον τρόπο αυτό ο Στάλιν άφηνε τους Γερμανούς να κάνουν για αυτόν τη «βρώμικη»
δουλειά, εξοντώνοντας τους Πολωνούς «ταξικούς εχθρούς». Η Βαρσοβία αφέθηκε να
ισοπεδωθεί και χιλιάδες Πολωνοί σφαγιάστηκαν από τους Γερμανούς. Και όμως, όλοι
αυτοί, μέχρι το 1990 θεωρούνταν προδότες της πατρίδας τους και απαγορευόταν
ακόμα και η αναφορά στην εξέγερση της Βαρσοβίας.
Ως Ημέρα Μνήμης των «Καταραμένων Στρατιωτών» επιλέχθηκε η 1η
του Μαρτίου, καθώς αυτή την ημέρα, το έτος 1951, επτά εξέχοντα μέλη της μεταπολεμικής
αντιστασιακής κίνησης «Ελευθερία και Ανεξαρτησία» (WiN) εκτελέστηκαν μετά από μια «δίκη» σε
στρατοδικείο. Ο ένας από τους εκτελεσθέντες ήταν ο παρασημοφορημένος στρατιωτικός
και πατριώτης Łukasz Ciepliński. Τα όργανα θανάτου της
κομμουνιστικής μυστικής αστυνομίας, τον εκτέλεσαν στην φυλακή Mokotów στη
Βαρσοβία με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού – κατά την προσφιλή κομμουνιστική
μέθοδο. Για σχεδόν πενήντα χρόνια, το όνομά του είχε διαγραφεί από όλα τα
βιβλία από την κομμουνιστική κυβέρνηση της «Λαϊκής Δημοκρατίας».
Ο Ciepliński γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1913 στο χωριό
Kwilcz του Posen, που ήταν τότε επαρχία της γερμανικής αυτοκρατορίας. Οι γονείς
του τον δίδαξαν από παιδί την πολωνική ιστορία και τις πολωνικές παραδόσεις.
Ο Ciepliński γράφτηκε στο Στρατιωτικό Κολέγιο Ostrow
Wielkopolski το 1936 και αφού αποφοίτησε έγινε διοικητής μιας αντιαρματικής
μονάδας.
Ήταν 26 χρονών όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Συμμετείχε στη μάχη του Bzura και στην έρημο Kampinos, προσπαθώντας να διασπάσει
τις γραμμές της Βέρμαχτ που πολιορκούσαν την Βαρσοβία. Για τις υπηρεσίες του απονεμήθηκε
το υψηλότερο στρατιωτικό παράσημο της Πολωνίας για την ανδρεία, ο Σταυρός του
Τάγματος της Στρατιωτικής Αρετής για την καταστροφή έξι γερμανικών τανκς. Ο Ciepliński,
ο οποίος ήταν διοικητής της αντιαρματικής μονάδας του 62ου Συντάγματος Πεζικού,
κατέστρεψε τα τανκ στις 17 Σεπτεμβρίου του 1939 κοντά στο Βιτκόβιτσε. Κατά τραγική
ειρωνεία, την ίδια ημέρα, 17 Σεπτεμβρίου 1939, η Σοβιετική Ένωση εισέβαλε στην
Πολωνία χωρίς καμία επίσημη κήρυξη πολέμου και έτσι, σφράγισε τη μοίρα του
πολωνικού έθνους που αντιστεκόταν στην ναζιστική επιθετικότητα.
Στα μέσα του Σεπτεμβρίου του 1939, ο Ciepliński κατάφερε να
φτάσει στην Βαρσοβία και να πάρει μέρος στην άμυνα της πόλης. Όταν η πολωνική
πρωτεύουσα παραδόθηκε, αποφάσισε να συνεχίσει τον αγώνα. Στα τέλη του φθινοπώρου
του 1939, μετακόμισε στα περίχωρα του Rzeszow, και από εκεί, διέσχισε τα
Καρπάθια Όρη μέχρι τη Βουδαπέστη, όπου ήρθε σε επαφή με πολωνικά στρατεύματα.
Στις αρχές του 1940 επέστρεψε στην κατεχόμενη Πολωνία. Τον συνέλαβαν Ουκρανοί
που τον παρέδωσαν στους Γερμανούς. Φυλακίστηκε στο Sanok, από όπου κατάφερε να
αποδράσει τον Απρίλιο του 1940.
Ο Ciepliński άρχισε να συμμετέχει στο πολωνικό κίνημα
αντίστασης. Προήχθη στο βαθμό του διοικητή του ένοπλου αγώνα της Περιφέρειας
Rzeszów, που αργότερα ονομάστηκε Armia Krajowa (ΑΚ - «ο Εσωτερικός Στρατός»), και
διακρίθηκε σε πολλές επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών ενώ οργάνωσε μια
επιτυχημένη αντικατασκοπεία. Την άνοιξη του 1944 Ciepliński, που ήταν ήδη
ταγματάρχης, πραγματοποίησε το σχέδιο εκκαθάρισης των Ναζί στην περιοχή του
Rzeszow. Λίγο αργότερα η μονάδα του συμμετείχε στις εργασίες που οδήγησαν στην
απελευθέρωση του Rzeszow στις 2 Αυγούστου 1944.
Το καλοκαίρι του 1944, το Rzeszow και η παρακείμενη περιοχή
του κατελήφθη από τον Κόκκινο Στρατό. Η Σοβιετική Ένωση διέταξε όλα τα μέλη του
Εσωτερικού Στρατού να παραδώσουν τα όπλα τους και να ενταχθούν στον «Λαϊκό
Στρατό» (Ludowe Wojsko Polskie).
Έχοντας δει χιλιάδες πατριώτες στρατιώτες του Εσωτερικού Στρατού που είχαν
συνεργαστεί με ενθουσιασμό με τον Κόκκινο Στρατό, να φυλακίζονται και αργότερα
να εκτελούνται από τις σοβιετικές μονάδες NKVD και SMERSH, ο Ciepliński αντιτάχθηκε
σθεναρά και αντιστάθηκε σε αυτή την ιδέα.
Τη νύχτα της 7ης Οκτωβρίου του 1944 η μονάδα του
Ciepliński διεξήγαγε μια αποτυχημένη επιχείρηση για την απελευθέρωση περίπου
400 στρατιωτών, ο ίδιος συνελήφθη και φυλακίστηκε από τη Σοβιετική NKVD στην
πρώην περιφερειακή έδρα της Γκεστάπο στο Κάστρο του Rzeszów. Στις αρχές του
1945 πήγε στην Κρακοβία και συμμετείχε στα αντι-κομμουνιστικά κινήματα αντίστασης
‘NIE’ (ΟΧΙ) και ‘WiN’ (Ελευθερία
και Ανεξαρτησία). Φοβούμενος τα αντίποινα των κομμουνιστών, στις αρχές του
1947, μαζί με τη σύζυγό του Jadwiga, πήγε στην Zabrze, όπου άνοιξε ένα
κατάστημα κλωστοϋφαντουργίας. Υπό την επιδέξια ηγεσία του το WiN άνθισε και παρόλο που η κατάσταση
στην σταλινική Πολωνία γρήγορα επιδεινώθηκε, ο Cieplinski συνήθιζε να λέει το
λατινικό απόφθεγμα "Contra spem spero"
(Ενάντια σε κάθε ελπίδα, κράτα την ελπίδα). Η Σοβιετική NKVD και οι αρχές ασφαλείας
ήταν στα ίχνη του και στις 28 Νοεμβρίου του 1947 συνελήφθη στο Κατοβίτσε.
Την επόμενη ημέρα, ο Ciepliński μεταφέρθηκε στην περίφημη
φυλακή Mokotów στη Βαρσοβία. Κρατήθηκε σε απομόνωση για μήνες. Το φως στο κελί
του φωτιζόταν 24 ώρες το 24ωρο. Βασανίστηκε άγρια από πράκτορες της NKVD. Του
έσπασαν τα πόδια και τα χέρια, και έπρεπε άλλοι κρατούμενοι να τον μεταφέρουν
σε κουβέρτες για το γεύμα της φυλακής. Εξ αιτίας των βασανιστηρίων και των
ατελείωτων «ανακρίσεων», ο Ciepliński έχασε την ακοή του από το ένα αυτί. Τα
βασανιστήρια κράτησαν για τρία χρόνια, αλλά δεν λύγισε. Σε λαθραία επιστολή του
από τη φυλακή, ο Ciepliński έγραψε στη γυναίκα του, "ήμουν ξαπλωμένος σε
μια λακκούβα από το αίμα μου, δεν είχα ιδέα τι με ρωτούσαν και τι έλεγα".
Έγραψε, επίσης, στον αγαπημένο του γιο Ανδρέα: «Βλέπεις γιε μου, μαζί με τη
μαμά πάντα προσευχόμασταν να μεγαλώσεις και να δοξάζεις τον Χριστό, να
υπηρετήσεις την πατρίδα μας, και να μας κάνει ευτυχισμένους. Ήθελα να σε
βοηθήσω με την εμπειρία μου, αλλά δυστυχώς αυτά είναι ίσως τα τελευταία λόγια
μου προς εσένα. Αυτές τις μέρες θα δολοφονηθώ από τους κομμουνιστές επειδή
πολέμησα για τα ιδανικά που σου γράφω στην διαθήκη μου. Η μαμά θα σου πει για
τη ζωή μου, και εγώ θα πεθαίνω πιστεύοντας ότι δεν θα με απογοητεύσεις». Σε μια
άλλη επιστολή με ημερομηνία 28 Ιανουαρίου του 1951, έγραψε στη γυναίκα του: «Αγαπημένη
μου Wiesia, είμαι ακόμα ζωντανός, αν και είναι πιθανό αυτές να είναι οι τελευταίες
μέρες μου. Είμαι σε ένα κελί μαζί με έναν αξιωματικό της Γκεστάπο. Αυτοί [οι
Ναζί] λαμβάνουν επιστολές από τις οικογένειές τους, ενώ εγώ όχι. Και θα ήθελα
τόσο πολύ να λάβω έστω και λίγες λέξεις γραμμένες με το χέρι σου... Ευχαριστώ
τον Θεό που μπορώ να πεθάνω για την αγία
πίστη Του, για τη χώρα μου και τον ευχαριστώ που μου έδωσε μια τόσο καλή σύζυγο
και μια τόσο ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή».
Η «δίκη» πραγματοποιήθηκε τελικά στις Οκτωβρίου του 1950
ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου στη Βαρσοβία και προήδρευσε ο Γενικός
Στρατιωτικός Δικαστής συνταγματάρχης Aleksander Warecki (πραγματικό όνομα Warenhaupt,
εβραϊκής καταγωγής). Στις 14 Οκτωβρίου, ο Ciepliński καταδικάστηκε πεντάκις εις
θάνατον, συν 30 χρόνια κάθειρξη. Η οικογένειά του προσέφυγε στον τότε
κομμουνιστή πρόεδρο της Πολωνίας Boleslaw Bierut για μετατροπή της ποινής του
θανάτου, αλλά ο Bierut αρνήθηκε, δηλώνοντας ότι ο Cieplinski και οι άνδρες του,
«μισούσαν την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση, και διέπραξαν εγκλήματα». Η εκτέλεση έλαβε χώρα στις 6 το πρωί την 1η
Μαρτίου 1951 στο υπόγειο της φυλακής του Γραφείου Ασφάλειας στη Βαρσοβία. Ο
Cieplinski πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού, το στυλ των εκτελέσεων του
Κατίν. Το σώμα του ποτέ δεν επέστρεψε στην οικογένειά του, και ο τόπος ταφής
του παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα.
Την ίδια ημέρα, εκτελέστηκαν έξι «συνωμότες» - σύντροφοι του
Cieplinski.
Για πενήντα χρόνια το όνομα Ciepliński είχε απαγορευτεί από
κάθε δημόσια χρήση. Η χήρα του, Wieslawa Cieplinska και ο μικρός γιος τους
Ανδρέας, ο οποίος ήταν μόλις 3 ετών όταν εκτελέστηκε ο πατέρας του,
εξοστρακίστηκαν και ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, και παρέμεναν κάτω από το
άγρυπνο βλέμμα της μυστικής αστυνομίας. Μετά την κατάρρευση της κομμουνιστικής
«Λαϊκής Δημοκρατίας της Πολωνίας», η νέα δημοκρατική κυβέρνηση τον τίμησε μετά
θάνατον με το ανώτατο παράσημο της Πολωνίας για την ανδρεία, με διάταγμα του
προέδρου Λεχ Καζίνσκι στις 3 Μαΐου, 2007. Στις 17 Νοεμβρίου 2013 στήθηκε στο
Rzeszów μνημείο στη μνήμη του.
Κανένας από τους βασανιστές του Ciepliński δεν ήρθε ποτέ ενώπιον της δικαιοσύνης...
Ο λαός και ειδικά η πολωνική νεολαία δεν ξεχνά και τιμά τους
«Καταραμένους Στρατιώτες», με διάφορες εκδηλώσεις ακόμα και μέσα στα ποδοσφαιρικά
γήπεδα. Εκεί όπου ανθεί ο εθνικισμός και ο αντικομουνισμός.
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
redskywarning.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου